- γεννήτορος
- γενέτηςbegettermasc gen sgγεννήτωρmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Крещение Господне — «Крещение Господне» (икона, XVI век) Тип религиозный праздник … Википедия
родительный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (τοῦ γεννήτορος) родительский; родительное имение (τῶν γονέων … Словарь церковнославянского языка
ενηχώ — ἐνηχῶ, έω; (AM) [ένηχος] μσν. παθ. ἐνηχοῡμαί τι (για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία) αρχ. 1. ηχώ μέσα 2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῡσι τοῑς ἀθόρυβον … Dictionary of Greek